καταστενοχωρώ — και καταστεναχωρώ (Α καταστενοχωρῶ, έω) νεοελλ. στενοχωρώ κάποιον πάρα πολύ αρχ. οδηγώ κάποιον σε στενοχωρία, σε στενό χώρο … Dictionary of Greek
συντρίβω — ΝΜΑ [τρίβω] 1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω, κατακομματιάζω (α. «το αυτοκίνητο συνετρίβη μετά τη σύγκρουση» β. «πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια», Αισχίν.) 2. (σχετικά με μέλη τού σώματος) σπάζω, κάνω θρύψαλα 3. μτφ. α) καταστρέφω ολοσχερώς,… … Dictionary of Greek
φαρμακώνω — φαρμακῶ, όω, ΝΑ [φάρμακο(ν] δίνω σε κάποιον φαρμάκι και προκαλώ τον θάνατό του, δηλητηριάζω νεοελλ. 1. ενεργώ ή συντελώ στο να αισθανθεί κάποιος πικρή γεύση («με τον καφέ που μού φτειαξες, μέ φαρμάκωσες») 2. μτφ. επιφέρω σε κάποιον ψυχική πικρία … Dictionary of Greek
καταθλίβω — κατέθλιψα, καταθλίβηκα, καταθλιμμένος 1. θλίβω ισχυρά, καταπιέζω, καταπλακώνω: Έπεσε πάνω του το δέντρο και τον κατέθλιψε. 2. καταστενοχωρώ: Καταθλίβεται με την κατάντια των παιδιών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)